- ενδύω
- (AM ἐνδύω και ἐνδύνωΑ και ἐνδυνῶ, -έω)1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῡ Διός»)2. μέσ. ενδύομαιφορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον πέπλον... ἐκεῑνος ἐνδύς»)μσν.- νεοελλ.δένω βιβλίο, βιβλιοδετώ, ντύνω το βιβλίο, («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)αρχ.-μσν.περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως ένδυμα («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)μσν.επενδύω, ξοδεύω σε αγοράαρχ.1. εισέρχομαι ορμητικά κάπου («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)2. υφίσταμαι καθίζηση («τοῡ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)3. φρ. «ἐνδύω διά τίνος» — γλιστρώ, εισέρχομαι αθόρυβα.
Dictionary of Greek. 2013.